ισπανομαθής

ισπανομαθής
-ές
ο κάτοχος, ο γνώστης τής ισπανικής γλώσσας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ἱσπανός + -μαθής (< μάθος < θ. μαθ.- τού μανθάνω, πρβλ. αόρ. β' έ-μαθ-ον), πρβλ. ελληνο-μαθής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ισπανομαθής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που έχει μάθει την ισπανική γλώσσα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ισπανομάθεια — η [ισπανομαθής] η γνώση τής ισπανικής γλώσσας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”